φρίκικ

φρίκικ
το, Ν
άκλ. διεθνής ποδοσφαιρικός όρος που σημαίνει ότι ο διαιτητής ρίχνει την μπάλα ανάμεσα σε δύο αντίπαλους παίκτες για να τήν διεκδικήσουν όταν αυτή αγγίξει το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. free kick «ελεύθερο χτύπημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φρίκικ — το άκλ. (λ. αγγλ.), παλαιότερος διεθνής ποδοσφαιρικός όρος, που σημαίνει ότι ο διαιτητής ρίχνει την μπάλα ανάμεσα σε δύο αντίπαλους παίχτες, που θα τη διεκδικήσουν από τη στιγμή που αυτή θα αγγίξει το έδαφος, σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”